anestesista
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
anestesista (pt) < από το anestesiar
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
anestesista | anestesistas |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
anestesista (pt) ( & anestesiador & anestesiologista)