ankylose
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ankylose | ankyloses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ankylose (fr) θηλυκό
- η αγκύλωση
ενικός | πληθυντικός |
ankylose | ankyloses |
ankylose (fr) θηλυκό