announcer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
announcer | announcers |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
announcer (en)
- (επάγγελμα) ο εκφωνητής, ο παρουσιαστής μιας εκπομπής στην τηλεόραση ή το ραδιόφωνο
- ↪ The announcer tells us what happens in the match.
- Ο εκφωνητής μάς λέει τι συμβάλει στον αγώνα.
- ↪ The announcer tells us what happens in the match.