antipyrétique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɑ̃.ti.pi.ʁe.tik/
- ⓘ
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
antipyrétique | antipyrétiques |
antipyrétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό