apeliote
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.peˈljɔ.te/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
apeliote (it) αρσενικό (πληθυντικός apelioti)
Πηγές[επεξεργασία]
- apeliota - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).