apeliota
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- apeliota < υστερολατινική apeliotes < αρχαία ελληνική ἀπηλιώτης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.peˈljɔ.ta/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
apeliota (it) αρσενικό (πληθυντικός apelioti)
- (άνεμος) συνώνυμο του levante, ανατολικός άνεμος, απηλιώτης
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- apeliota - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).