aphrodisiaque

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
aphrodisiaque aphrodisiaques

Επίθετο

[επεξεργασία]

aphrodisiaque (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αφροδισιακός
  2. αφροδίσιος