aphte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
aphte aphtes

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

aphte (fr) αρσενικό

Avoir des aphtes. Έχω άφθες.

Συγγενικά[επεξεργασία]