apportionment

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
apportionment apportionments

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

apportionment (en)

  • ο επιμερισμός
    The advantage of the collective claim is the apportionment of the cost.
    Το πλεονέκτημα της συλλογικής διεκδίκησης είναι ο επιμερισμός του κόστους.