appréhender
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- appréhender < λατινική apprehender apprehendere
Ρήμα[επεξεργασία]
appréhender (fr)
- συλλαμβάνω, τσακώνω
- φοβάμαι (μήπως μου συμβεί κάτι)
- (λογοτεχνικό) καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι
- προσεγγίζω