aridoculture
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
aridoculture | aridocultures |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
aridoculture (fr) θηλυκό
- καλλιέργεια σε άγονο έδαφος
ενικός | πληθυντικός |
aridoculture | aridocultures |
aridoculture (fr) θηλυκό