as much as one can do
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
as much as one can do (en)
- (ιδιωματισμός) χρησιμοποιείται για να πει ότι κάτι είναι δύσκολο να γίνει
- ↪ It was as much as I could do not to cry.
- Με δυσκολία κρατήθηκα να μην κλάψω.
- ↪ It was as much as I could do not to cry.