as

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: As

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίρρημα[επεξεργασία]

as (en)

  • (asas) τόσο…όσο…, όσο, ως εκεί που, χρησιμοποιείται για τη σύγκριση δύο ανθρώπων ή πραγμάτων ή δύο καταστάσεων
    He is as tall as Paul.
    Είναι τόσο ψηλός όσο Παύλος.
    He came as soon as he could.
    Αυτός ήρθε όσο πιο σύντομα μπόρεσε.
    as near as/as high as - όσο κοντά/ψηλά
    Go as far as you can.
    Πήγαινε όσο μακριά μπορείς.
    I only go into the sea as far as I touch the bottom.
    Στη θάλασσα μπαίνω μόνο ως εκεί που πατώνω.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πρόθεση[επεξεργασία]

as (en)

  1. ως, σαν, με, χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που φαίνεται να είναι κάποιος ή κάτι άλλο
    He presented himself as the owner of the property, without really being so.
    Παρουσιάστηκε ως νοικοκύρης του κτήματος, χωρίς πράγματι να είναι.
    He depicted him to us as wise/crazy.
    Mας τον παρέστησε ως σοφό/τρελό.
    He died as a true hero.
    Πέθανε σαν αληθινός ήρωας.
    I am speaking to you as a friend.
    Σου μιλώ σαν φίλος.
    It shines as the sun.
    Λάμπει σαν τον ήλιο.
    She loves him as her brother.
    Tον αγαπάει σαν αδελφό της.
    He has the voice as that of a nightingale.
    Έχει φωνή σαν του αηδονιού.
    He is the same as his father.
    Είναι ίδιος με τον πατέρα του.
     συνώνυμα: like
  2. ως, σαν, χρησιμοποιείται για να περιγράψει το γεγονός ότι κάποιος ή κάτι έχει μια συγκεκριμένη δουλειά, λειτουργία ή ρόλο
    Kostas served as an officer.
    Ο Kώστας υπηρέτησε ως αξιωματικός.
    Greece was recognized as an independent state.
    Aναγνωρίστηκε η Ελλάδα (ως) ανεξάρτητο κράτος.
    His contribution as a retiree is reduced.
    H εισφορά του ως συνταξιούχου είναι μειωμένη.
    This room is used by us as storage.
    Aυτό το δωμάτιο το χρησιμοποιούμε ως αποθήκη.
    As mayor he did a lot of projects.
    Ως δήμαρχος έκανε πολλά έργα.
    Peter’s responsibilities as manager are enormous.
    Οι ευθύνες του Πέτρου ως διευθυντή είναι τεράστιες.
    As a priest he also had other duties.
    Σαν παπάς είχε και άλλα καθήκοντα.
    He said some words at the beginning as an introduction.
    Είπε μερικά λόγια στην αρχή σαν εισαγωγή.

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

as (en)

  1. όπως, όταν, εκεί που, ενώ κάτι άλλο συμβαίνει
    Right, as you enter, is his office.
    Δεξιά, όπως μπαίνεις, είναι το γραφείο του.
    Yesterday, as I was going to work, I was thinking about what present to get them.
    Χθες, όπως πήγαινα στη δουλειά, σκεφτόμουν τι δώρο να τους πάρω.
    As she went up the stairs, she became dizzy.
    Όπως ανέβαινε τη σκάλα, της ήρθε μια ζάλη.
    As she saw him, she cried out with joy.
    Όταν τον είδε, ξεφώνισε από χαρά.
    Suddenly, as we were getting ready, a torrential downpour started.
    Ξαφνικά, εκεί που ετοιμαζόμαστε, άρχισε μία καταρρακτώδης βροχή.
     συνώνυμα: → δείτε τον σύνδεσμο when
  2. γιατί, αφού, χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον λόγο για κάτι
    He left as he was ill.
    Έφυγε γιατί ήταν άρρωστος.
    As you are not ready, I will go alone.
    Αφού δεν είσαι έτοιμος, θα πάω μόνος.
     συνώνυμα: → δείτε τον σύνδεσμο because
  3. καθώς, σαν

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
as as

as (fr) αρσενικό



Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Άρθρο[επεξεργασία]

as (pt) θηλυκό