όταν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὅταν, OTAN

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

όταν < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὅταν < ὅτʼ ἄν (ὅτε ἄν)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈo.tan/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ό‐ταν

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

όταν (χρονικός σύνδεσμος)

  1. εισάγει δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις
  2. εισάγει δευτερεύουσες χρονικο-υποθετικές προτάσεις

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]