athlé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- athlé < athlétisme
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
athlé | athlés |
athlé (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
athlé | athlés |
athlé (fr) αρσενικό