atteignable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
atteignable | atteignables |
Επίθετο[επεξεργασία]
atteignable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να επιτευχθεί, εφικτός
ενικός | πληθυντικός |
atteignable | atteignables |
atteignable (fr) αρσενικό ή θηλυκό