attouchement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
attouchement | attouchements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
attouchement (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
attouchement | attouchements |
attouchement (fr) αρσενικό