attrapade

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
attrapade attrapades

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

attrapade (fr) θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη attraper