attributaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
attributaire | attributaires |
attributaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός στον οποίο αποδίδεται κάτι
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
attributaire | attributaires |
attributaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- στον οποίο αποδίδεται κάτι