attroupement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- attroupement < attrouper
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
attroupement | attroupements |
attroupement (fr) αρσενικό
- ο συνωστισμός, η κοσμοσυρροή