bacchante
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bacchante | bacchantes |
bacchante (fr) θηλυκό
- η βάκχη
ενικός | πληθυντικός |
bacchante | bacchantes |
bacchante (fr) θηλυκό