bail
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bail (en)
- εγγύηση για (κρατούμενο)
- he was released on bail - αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
bail | baux |
bail (fr) αρσενικό