bailliage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- bailliage < bailli
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bailliage | bailliages |
bailliage (fr) αρσενικό
- η δικαιοδοσία ενός δικαστικού κλητήρα ή επιμελητή
- → δείτε τη λέξη bailli