bananas

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

bananas (en)

Επίθετο[επεξεργασία]

bananas (en)

  • (αργκό) τρελαίνω, τρελαίνομαι
    The headache was driving me bananas.
    Με τρέλανε ο πονοκέφαλος.
    I am not bananas enough to sell the plot of land for a piece of bread.
    Δεν τρελάθηκα να πουλήσω το οικόπεδο για ένα κομμάτι ψωμί.

Εκφράσεις[επεξεργασία]



Λιθουανικά (lt)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bananas (lt)