barbera
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
barbera (it) αρσενικό άκλιτο
- ποικιλία αμπελιών από το Πιεμόντε
- (ποτό) ξηρό κόκκινο κρασί το οποίο παρασκευάζεται από την παραπάνω ποικιλία
Πηγές[επεξεργασία]
- barbera - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).