αμπέλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αμπέλι | τα | αμπέλια |
γενική | του | αμπελιού | των | αμπελιών |
αιτιατική | το | αμπέλι | τα | αμπέλια |
κλητική | αμπέλι | αμπέλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμπέλι < μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική ἀμπέλιον, υποκοριστικό του ἄμπελος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /amˈbe.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μπέ‐λι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αμπέλι ουδέτερο
Σύνθετα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Αμπέλι, Αμπέλια (τοπωνύμια)
- αμπελουργία
- αμπελουργικός
- αμπελουργός
- αμπελώνας
- Αμπελώνας (τοπωνύμιο)