barzelletta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
barzelletta | barzellette |
barzelletta (it)
- αστείο, κωμική ιστορία, ανέκδοτο· μπαρτζολέτα (ιδιωματικό)
ενικός | πληθυντικός |
barzelletta | barzellette |
barzelletta (it)