beautification
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
beautification | beautifications |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
beautification (en)
- ο καλλωπισμός
- ↪ beautification of the central square - καλλωπισμός της κεντρικής πλατείας