beep

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
beep beeps

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

beep (en) (μετρήσιμο)

  • το σήμα στον αυτόματο τηλεφωνητή
    Speak after the beep.
    Μιλήστε μετά από το σήμα.
     συνώνυμα: tone

Πηγές[επεξεργασία]