betteravier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- betteravier < betterave
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | betteravier | betteraviers |
θηλυκό | betteravière | betteravières |
betteravier (fr) αρσενικό
- σχετικός με το παντζάρι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
betteravier | betteraviers |
betteravier (fr) αρσενικό