beu
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
beu (fr) θηλυκό
- (οικείο) ινδική κάνναβη σε μορφή ξερών λουλουδιών
- il a acheté de la beu aux Pays-Bas - αγόρασε κάνναβη στην Ολλανδία