bilan
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
bilan < (άμεσο δάνειο) ιταλική bilancio
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bilan | bilans |
bilan (fr) αρσενικό
- ο ισολογισμός
- το διαγώνισμα
- η εξέταση
- ο απολογισμός