bilhete
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
bilhete | bilhetes |
bilhete (pt) αρσενικό
- το εισιτήριο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
bilhete | bilhetes |
bilhete (pt) αρσενικό