biologiste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
biologiste | biologistes |
biologiste (fr) αρσενικό
- ο βιολόγος
ενικός | πληθυντικός |
biologiste | biologistes |
biologiste (fr) αρσενικό