bisneto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
bisneto | bisnetos |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bisneto (pt)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
bisneto | bisnetos |
bisneto (pt)