blackmail
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- ο εκβιασμός, ο εξαναγκασμός κάποιου να δώσει χρήματα για να μην αποκαλύψει ο εκβιαστής ενοχλητικές λεπτομέρειες της ζωής του
- ↪ Blackmail is a type of crime.
- Ο εκβιασμός είναι ένα είδος εγκλήματος.
- ↪ He was forced to give in to blackmail.
- Αναγκάστηκε να υποκύψει στον εκβιασμό.
- ↪ He preferred to resign rather than give in to their blackmail.
- Προτίμησε να παραιτηθεί παρά να ενδώσει στους εκβιασμούς τους.
- ↪ Blackmail is a type of crime.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | blackmail |
γ΄ ενικό ενεστώτα | blackmails |
αόριστος | blackmailed |
παθητική μετοχή | blackmailed |
ενεργητική μετοχή | blackmailing |
blackmail (en)
- εκβιάζω, αναγκάζω με απειλές ή άλλα μέσα κάποιον να κάνει ακούσια κάτι
- ↪ They tried to blackmail him.
- Προσπάθησαν να τον εκβιάσουν.
- ↪ They tried to blackmail him.