blason
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- blason, αγνώστου ετύμου, ίσως γερμανόφωνου
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
blason | blasons |
blason (fr) αρσενικό
- το οικόσημο
- η οικοσημολογία
- → δείτε τη λέξη héraldique
- τραβέρσα που ενώνει τα μπροστινά « πόδια » ενός καθίσματος
- (λογοτεχνία) ποίημα που περιγράφει λεπτομερώς, με σατυρικό ή εγκωμιαστικό τρόπο, το χαρακτήρα και τα προτερήματα ενός ατόμου, αντικειμένου, κλπ.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- blason στη γαλλική Βικιπαίδεια