blondissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
blondissement | blondissements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
blondissement (fr) αρσενικό
- το ξάνθισμα
ενικός | πληθυντικός |
blondissement | blondissements |
blondissement (fr) αρσενικό