blow dryer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
blow dryer | blow dryers |
blow dryer (en)
- (κοσμετολογία) (ΗΠΑ) → δείτε τη λέξη blowdryer