bowiem

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈbɔ.vʲjɛ̃m/
 

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

bowiem (pl)

  • διότι, γιατί, επειδή
    był to najdłuższy etap, jechali bowiem z małą tylko przerwą przez godzin osiemnaście
    ήταν το μακρύτερο διάστημα, γιατί προχωρούσαν μόνο με ένα μικρό διάλειμμα επί δεκαοχτώ ώρες

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • σπάνια συντάσσεται στην αρχή της πρότασης που συνδέει, συνήθως συντάσσεται μετά τον πρώτο όρο χωρίς, όμως, να χωρίζει μεσοπαθητικά ρήματα από τον όρο się