επειδή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επειδή < αρχαία ελληνική ἐπειδή < ἐπεί + δή

Σύνδεσμος[επεξεργασία]

επειδή (αιτιολογικός)

δεν ήρθα επειδή χιόνιζε

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • κι επειδή;
για να εκφραστεί αδιαφορία για κάτι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]