bradeur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bradeur | bradeurs |
θηλυκό | bradeuse | bradeuses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bradeur (fr)
- αυτός που ξεφορτώνεται κάτι πουλώντας το σε πολύ χαμηλή τιμή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη brader