break into

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας break into
γ΄ ενικό ενεστώτα breaks into
αόριστος broke into
παθητική μετοχή broken into
ενεργητική μετοχή breaking into

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
break into < → δείτε τις λέξεις break και into

break into (en)

  1. διαρρηγνύω, μπαίνω βίαια σε ένα χώρο
    My office was broken into last night.
    Μου διέρρηξαν το γραφείο χτες τη νύχτα.
  2. ξεσπάω, αρχίζω να γελάω, να τραγουδάω κτλ. ξαφνικά
    They broke into loud cheers.
    Ξέσπασαν σε δυνατές ζητωκραυγές.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη burst out