into

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
into < in + to

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɪn.tuː/

Πρόθεση

[επεξεργασία]

into (en)

  1. σε, μέσα σε, σε μια θέση μέσα σε κάτι
    Come into the room!
    Έλα μέσα στο δωμάτιο!
    Throw it into the fire.
    Πέταξε το στη φωτιά.
  2. σε, προς την κατεύθυνση του κάτι
    Her child is looking into space.
    Το παιδί της κοιτάζει στο διάστημα.
  3. σε, χρησιμοποιείται για να δείξει μια αλλαγή στην κατάσταση
    She burst into tears.
    Ξέσπασε σε δάκρυα.
    The water changes into ice.
    Το νερό μεταβάλλεται σε πάγο.
    Some terms can be translated into Greek, others can’t.
    Μερικοί όροι μεταφράζονται στα ελληνικά, άλλοι όχι.
  4. σε, χρησιμοποιείται για τη διαίρεση αριθμών
    5 into 30 is 6 - το 5 στο 30 πάει 6

Παράγωγα

[επεξεργασία]