broke

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός broke
συγκριτικός broker / more broke
υπερθετικός brokest / most broke
Συνήθως χωρίς παραθετικά.

Επίθετο[επεξεργασία]

broke (en)

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

broke (en)