brol
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
brol | brols |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
brol (fr) αρσενικό
- (Βέλγιο) η ανακατωσούρα, η ακαταστασία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη pagaille