brosse à dents
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /bʁɔs‿a⋅dɑ̃/
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
brosse à dents | brosses à dents |
brosse à dents (fr) θηλυκό