céromancie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
céromancie céromancies

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

céromancie (fr) θηλυκό