caçula
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
caçula (pt) < από τη λέξη kasula των Μπαντού
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
caçula | caçulas |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
caçula (pt)
- ο Βενιαμίν, το στερνοπαίδι, το πιο μικρό παιδί απ' όλα