cachetage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cachetage | cachetages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cachetage (fr) αρσενικό
- η σφράγιση
ενικός | πληθυντικός |
cachetage | cachetages |
cachetage (fr) αρσενικό